κοπίσκος

κοπίσκος
κοπίσκος, , Dim. of κοπίς,
A = λίβανος σμιλιωτός, Dsc.1.68.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κοπίσκος — κοπίσκος, ὁ (Α) είδος φυτού. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόπτω ή κοπή] …   Dictionary of Greek

  • κοπίσκον — κοπίσκος masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόπτω — (ΑM κόπτω) κόβω*. [ΕΤΥΜΟΛ. Η αναγωγή τού κόπτω σε ΙΕ ρίζα *skep / *skop / *skap «χωρίζω με κοφτερό αντικείμενο» (στην οποία ανήκουν τα σκάπτω, σκέπαρνος, κ.ά.) δεν μπορεί να απορριφθεί, αλλά ούτε και να αποδειχθεί.Το κόπτω είναι αντίστοιχο τού… …   Dictionary of Greek

  • κόψειον — κόψειον, τὸ (Α) το φυτό ιππομάραθο*. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < θ. κοψ τού κόπτω (πρβλ. αόρ. ἔ κοψ α) + κατάλ. ειον (πρβλ. και άλλα ονόματα φυτών από την ίδια ρίζα, όπως κοπίσκος, κόπηθρον)] …   Dictionary of Greek

  • σμιλιωτός — και μηλιωτός, ή, όν, Α 1. αυτός που έχει το σχήμα σμιλίου 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ σμιλιωτός είδος φυτού, ο κοπίσκος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < σμιλίον + κατάλ. ωτός (πρβλ. οδοντ ωτός)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”